- χαριεντότης
- χᾰριεντ-ότης, ητος, ἡ,A gracefulness of manner, playfulness, Plu.2.441b(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαριεντότης — ητος, ἡ, Α [χαρίεις, εντος] κομψός τρόπος … Dictionary of Greek
χαριεντότητα — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντότητας — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)